Οινοποσία

Κτήμα Μερκούρη: Εκεί που ρέει το νέκταρ της Ηλείας

Αν ο επισκέπτης αντιλαμβάνεται την ιστορία του κρασιού στην Ελλάδα στην Axaia Clauss, το αυτό νιώθει και μπαίνοντας στο κτήμα Μερκούρη στο Κορακοχώρι της Ηλείας.

Όμως αν στην Axaia η λογική είναι εκείνη ενός Βαυαρού, στο κτήμα Μερκούρη ανασαίνεις την ευφρόσυνη ατμόσφαιρα του Φριούλι, τη λεπτότητα των όγκων, την ομορφιά της άρτ ντεκό, που διαγράφεται ως και στο παλιό παρεκκλήσι.

Κι ύστερα χαίρεσαι που το περιβάλλον, το οποίο θα μπορούσε να είναι μουσειακό, είναι αντιθέτως ζωντανό, μια και η σύγχρονη τεχνολογία έχει δεθεί αρμονικά με το παλαιό ένδυμα.

Ιδρυτής του κτήματος ο Θοδωρής Μερκούρης, καταγόμενος από τη Βόρεια Ήπειρο και με ρίζα στη συνέχεια στη Δίβρη, τη σημερινή Λαμπία. Παλικαρόπουλο λίγο μετά την εφηβεία του, πήρε μέρος στην Επανάσταση του 1821, έχοντας δημιουργήσει τη δική του ομάδα οπλιτών και φτάνοντας ως την Άρτα την οποία προσπάθησε να ελευθερώσει.

“Για λόγους που δεν γνωρίζω” λέει ο Βασίλης Κανελακόπουλος, ο οποίος με τον αδελφό του Χρήστο, διαχειρίζεται σήμερα το κτήμα “ συγκρούστηκε με τον Όθωνα, πέρασε στην Ζάκυνθο, που ήταν τότε υπό βρετανική κατοχή για να καταλήξει στη Βόρεια Ιταλία, όπου και έζησε επί 2-3 χρόνια στο Φριούλι, ερχόμενος για πρώτη φορά σε επαφή με την αμπελοκαλιέργεια. Εκεί είδε και για πρώτη φορά το Ρεφόσκο και σίγουρα επηρεάστηκε από το μέγεθος και το χρώμα της ρόγας του”.

Η συνέχεια της ζωής του Θοδωρή Μερκούρη παραμένει μυθιστορηματική γιατί μετά το Φριούλι, τον βρίσκουμε στην Αλεξάνδρια, όπου εμπορεύεται βαμβάκι και φτάνει να γίνει Μέγας Διδάσκαλος της Στοάς των Ελευθροτεκτόνων.

Εν τέλει επιστρέφει στην Ελλάδα και επί Τρικούπη, όταν το ελληνικό δημόσιο πουλούσε εθνικές γαίες, προκειμένου να καλλιεργηθούν, αγοράζει μαζί με συγγενείς του το κτήμα, μεγέθους τότε 600 στρεμμάτων.merkouri_3“Βρισκόμαστε πια στα 1865, είναι η εποχή που στη Δυτική Ελλάδα, στα Ιόνια νησιά, γενικώς στην Πελοπόννησο καλλιεργείται σταφίδα, από την οποία προέρχεται κι ο πλούτος. Ήταν βλέπετε το μόνο εξαγώγιμο ελληνικό προϊόν”, επισημαίνει ο Βασίλης Κανελακόπουλος.

Ήταν η εποχή που όλοι φύτευαν σταφίδα κι έτσι αγοράζοντας το κτήμα ο Μερκούρης αρχίζει την τιτάνια προσπάθεια να το ξεχερσώσει, να φτιάξει το μικρό υπάρχον και σήμερα κτίριο, που για ένα διάστημα αποτέλεσε κατοικία της οικογένειάς του, για να γίνει στη συνέχεια κατοικία του προσωπικού και φυσικά για να φυτέψει στη συνέχεια, και αυτός, σταφίδα.

Θα καταστραφεί όμως, όπως και εκατοντάδες άλλοι παραγωγοί με τον περονόσπορο. Επί δυο χρόνια το κτήμα δεν θα παράγει, θα έρθει η χρεοκοπία και η κατάσχεση από την Εθνική τράπεζα, που ασκούσε τότε την Αγροτική Πίστη.

Κι εδώ ακριβώς φαίνεται πόσο μάχιμη μπορεί να γίνει μια οικογένεια. Οι Μερκούριδες νοικιάζουν το ίδιο το βιος τους και θα χρειαστούν περί τα τριάντα χρόνια δουλειάς για να μπορέσουν να αποκτήσουν ξανά την πλήρη κυριότητά του.

“Στο μεταξύ ο Θοδωρής Μερκούρης μ’ αυτές τις συμφορές έπαθε εγκεφαλικό, έζησε μερικά χρόνια ακόμα, έως ότου τον διαδέχτηκε, ένας από τους τέσσερις γιους του, ο παππούς μου, ο Λεωνίδας Μερκούρης. Πριν ωστόσο και τον περονόσπορο, ο Θοδωρής είχε φυτέψει Ρεφόσκο, που είχε παραγγείλει από το Φριούλι σ’ ένα μικρό κομμάτι γης, φτιάχνοντας έναν αμιγή αμπελώνα με την άγνωστη τότε στην Ελλάδα ποικιλία. Πέρασαν πολλές δεκαετίες έκτοτε μέχρι να εισαχθούν στη χώρα μας άλλες ξένες ποικιλίες”, επισημαίνει ο Κανελακόπουλος.

Και προσθέτει πως όταν έγινε γνωστό αυτό στην περιοχή ήταν πολλοί εκείνοι που εντυπωσιάστηκαν, που πήραν ελεύθερα βέργες και φύτεψαν με αποτέλεσμα η ποικιλία να αναφέρεται και ως Μερκούρη και στον αμπελουργικό άτλαντα του Κοτίνη.

Μετά τον περονόσπορο, όταν οι Μερκούριδες συνειδητοποίησαν πόσο επικίνδυνη ήταν η μονοκαλλιέργεια, ξεχώρισαν τα πλέον άγονα τμήματα του κτήματος και φύτεψαν Κορωνέϊκες ελιές. Και έκτοτε πορεύτηκαν με κορινθιακή σταφίδα, ρεφόσκο, όπου έχει μείνει μέχρι σήμερα ένα κομμάτι από τον αρχικό αμπελώνα και ελιές.merkouri_4

“Με τον Λεωνίδα Μερκούρη”, συνεχίζει ο συνομιλητής μου, “το κτήμα έφτασε στη μέγιστη ακμή του. Παράλληλα για να ενισχύσει τα οικονομικά του, γιατί όταν κάποιος έχει γεωργικές επιχειρήσεις, μια είναι στο πράσινο και δυο και τρεις στο κόκκινο, ανέλαβε να εκπροσωπήσει, την εποχή της μεγάλης μετανάστευσης στην Αμερική, το 1900-1910 και την Κιούναρ Λάιν σαν πράκτοράς της για την Ηλεία, τη Γορτυνία και την Τριφυλία. Και συγχρόνως για να αξιοποιήσει την παραγωγή του, καθετοποιώντας την, έφτιαξε στα 1925-1930 κάποια από τα υπάρχοντα κτίρια δημιουργώντας ένα πολύ σύγχρονο για την εποχή του οινοποιείο, με υπόγειες δεξαμενές, μεγαλύτερο σε όγκο από το σημερινό δικό μας κι ένα μικρό ελαιοτριβείο. Το μεν οινοποιείο απέβλεπε στο να εκμεταλλευτεί και να αξιοποιήσει την παραγωγή και των γύρω χωριών, το ελαιοτριβείο επαρκούσε μόνο για τις ελιές του κτήματος. Σημειώστε πως το κρασί τότε δεν εμφιαλωνόταν αλλά εξαγόταν σε βαρέλια, μέσω Τεργέστης στην Κεντρική Ευρώπη. Τα μηχανήματα έχουν μείνει μουσειακά πια όπως αυτή η πολύ ωραία αγγλική ντιζελομηχανή”, λέει υποδεικνύοντάς μου ένα κομψοτέχνημα που καταλαμβάνει το χώρο στον οποίο μιλάμε.. Και συμπληρώνει πως σίγουρα θα μπορούσε να επιδιορθωθεί.merkouri

Ο Λεωνίδας Μερκούρης έζησε μέχρι το 1937, φεύγοντας σχετικά νέος. Τον διαδέχτηκαν τα τέσσερα παιδιά του πολύ μικρά ακόμα, με μεγαλύτερη τη μητέρα του Βασίλη και του Χρήστου στα 17 της χρόνια τότε. Και κράτησε τη δουλειά η μάνα, η Μαρία, με την αδελφή της την Καίτη.

“Η μητέρα μου παντρεύτηκε το 1943, τον γεωπόνο Χαράλαμπο Κανελακόπουλο, που γνώριζε καλά το κτήμα. Προερχόταν από αγροτική οικογένεια, είχαν ελιές, αμπελάκι και σταφίδες. Υπήρχε κι ένας θείος ο Γιάννης Κανελλακόπουλος εξαιρετικός οινολόγος ο οποίος όμως δούλευε στην Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευμάτων. Η δραστηριοποίηση του κτήματος στον τομέα του κρασιού ξεκίνησε σιγά, σιγά, με το Ρεφόσκο στον αμπελώνα, ένα πρώτο πατητήρι και χορική οινοποίηση σε βαρέλια, μέχρι την καθετοποίηση και τις εξαγωγές. Το παλιό οινοποιείο έμεινε ενεργό μέχρι το 1960”, θα ολοκληρώσει ο Βασίλης Κανελακόπουλος τα της ιστορίας της οικογένειας.

Και με προβοκατόρικη διάθεση θα τον ρωτήσω ευθύς: Τα βρήκατε λοιπόν;

“Όχι δεν είναι έτσι. Μεγαλώσαμε με τον Χρήστο στο κτήμα, το χαρήκαμε σαν παιδιά, δεν σταμάτησε ποτέ η λειτουργία του. Εγώ όμως σπούδασα πολιτικός μηχανικός ενώ ο αδελφός μου σπούδασε στην Αγγλία αγροτική οικονομία. Άρα από το 1965 ως το 1985 πέρασε μια εικοσαετία με σπουδές, στρατιωτικό, μεταπτυχιακά, επαγγελματική δραστηριότητα που δεν είχε σχέση με το κρασί”.

– Τελικά πως επιστρέψατε στο κρασί;

“Ακριβώς επειδή δεν θέλαμε να δούμε το κτήμα κατετμημένο σε οικόπεδα, είπαμε ν’ αναβιώσουμε αυτή τη δραστηριότητα. Εν τέλει λειτουργησαν οι συμπτώσεις. Δούλευα ως τεχνικός σύμβουλος στον Γεράσιμο Βασιλόπουλο, που όλο και μου έκανε κάποιο δώρο τα Χριστούγεννα ενώ εγώ ανταπέδιδα στη γιορτή του. Κάποια στιγμή εξαντλήθηκαν οι ιδέες μου, πλην όμως όταν σταμάτησε η οινοπαραγωγική δραστηριότητα μας, εξακολουθούσαμε να καλλιεργούμε τα αμπέλια και να πουλάμε τα σταφύλια στις μεγάλες οινοποιϊτικές εταιρείες της Πάτρας, στην Axaia Clauss, στην Πατραϊκή ή στον Καρέλα. Φτιάχναμε όμως και για μας 500, 600 κιλά κρασί κι εδώ σας θυμίζω ότι ο αδελφός του πατέρα μου ήταν εξαιρετικός οινολόγος. Μάλιστα αυτός ήταν που πρότεινε να χρησιμοποιήσουμε τη Μαυροδάφνη ως βελτιωτική του Ρεφόσκο, κάτι που εξακολουθούμε να κάνουμε. Εν πάση περιπτώσει σκέφτηκα να πάω δυο μπουκάλια από το κρασί μας στον Βασιλόπουλο. Ο οποίος έπινε ελάχιστο αλλά όταν ειδωθήκαμε ξανά με ρώτησε πόσο κρασί έφτιαχνα. ‘Λίγο’ του απάντησα, για την οικογένεια και για τους φίλους. Όπου επανέλαβε την ερώτηση ρωτώντας με πόσο από αυτό το κρασί μπορούσα να φτιάξω γι αυτόν. Συμπλήρωσε δε ότι το είχε δώσει στους ειδικούς του, οι οποίοι το είχαν βρει εξαιρετικό. Τα μετέφερα αυτά στην οικογένεια, δεν είχαμε επιχειρηματικές βάσεις, φοβόμουν να ξανοιχτώ αλλά επειδή υπήρχε η πρόκληση είπαμε να εμφιαλώσουμε από αυτό που είχαμε 1.200 και να το δούμε, αν θα πάει καλά. Μόλις είχε ανοίξει τότε μετά το Ψυχικό, το ‘Μέγα’ του Ελληνικού. Σε δυο, τρεις μήνες πουλήθηκαν όλα. Κάναμε μια ακόμα εμφιάλωση διπλασιάζοντας τα μπουκάλια πήγε κι αυτή καλά κι έτσι ξεκινήσαμε. Ψάχναμε βέβαια αφορμή να κρατήσουμε το κτήμα”.

– Από τα πρώτα 600 στρέμματα πόσα έχουν μείνει;

“Περίπου τα μισά. Τα άλλα έφυγαν σε παιδιά της οικογένειας”.

– Αγοράζετε σταφύλια από συμβαλλόμενους;

“Μόνο για τη λευκή ‘Φολόη’. Βλέπετε ξεκινήσαμε με κόκκινα κρασιά, που ήταν εξάλλου η παράδοση του κτήματος. Το Ρεφόσκο είναι κόκκινο, κόκκινα κρασιά κάναμε. Όταν όμως βγήκαμε στην αγορά, μας ζητήθηκε και ένα λευκό κι έτσι τα βάλαμε κάτω με τον αδελφό μου για να δούμε τι θα κάναμε. Η Ηλεία δεν είχε επικρατούσα ποικιλία, όπως π.χ. η Νεμέα με το Αγιοργίτικο ή η Μαντινεία με το Μοσχοφίλερο. Η πλέον διαδεδομένη όμως και λόγω γειτνίασης με την Αχαΐα ήταν ο Ροδίτης. Είπαμε να τον αναζητήσουμε στην ορεινή Ηλεία. Ψάξαμε και εντοπίσαμε μια εξαιρετική περιοχή, το οροπέδιο της Φολόης, πάνω από την Ολυμπία προς τον Ερύμανθο. Κάναμε συμφωνίες με τρεις, τέσσερις παραγωγούς που διπλασιάστηκαν στη συνέχεια και από έκτοτε οινοποιούμε εδώ τα σταφύλια τους. Για πάρα πολλά χρόνια η ‘Φολόη’ ήταν 100% Ροδίτης. Όταν όμως οι Μακεδόνες παραγωγοί ξεκίνησαν τη μόδα των πολύ αρωματικών κρασιών, όλοι εμείς οι της Νοτίου Ελλάδος βρεθήκαμε πίσω. Μας απασχολούσε το θέμα και καταλήξανε τα δυο τελευταία χρόνια να προσθέτουμε 10% Viogner, που βγάζουμε και μονοποικιλιακό αλλά μόνο σε 600 μπουκάλια”.

– Οι βασικές σας ποικιλίες είναι;

“Το Ρεφόσκο στο οποίο προστέθηκε κι η Μαυροδάφνη. Επί των ημερών μας θελήσαμε να αναδείξουμε μια ακόμα ερυθρά ποικιλία, με φιλοδοξία να τη διασώσουμε. Καταλήξαμε στον Αυγουστιάτη, τοπική της Ζακύνθου και βασική εδώ πριν εμφανιστούν άλλες. Προσθέσαμε ακόμα το Νουβέντρ, μια ποικιλία του Ροδανού του Γαλλικού Νότου, φυτέψαμε λίγο Sangiovese νοικιάζοντας ένα τμήμα από τον αμπελώνα Χριστιά στην ουσία ένα τμήμα από την ιδιοκτησία του Κώστα Σημίτη και εν τέλει βάλαμε λίγο Syrah και λίγο Αγιοργίτικο”.

– Είναι σημαντικό το θέμα της ανάδειξης των ποικιλιών.

“Και παράλληλα είναι μια πονεμένη ιστορία. Θα έπρεπε να έχει γίνει δουλειά βάθους πεδίου από την Πολιτεία και να έχει ήδη καταλήξει σε συμπεράσματα. Και όχι μόνο δεν έχει γίνει αυτό αλλά όταν πας και τους ρωτάς για βασικές ποικιλίες π.χ. για τη Μαυροδάφνη και δεν έχουν να σου πουν τίποτα. Οπότε πρέπει να ψάχνουμε εμείς. Είναι άδικο με την έννοια ότι για να καταλήξουμε σε μια ποικιλία θετικά ή αρνητικά χρειαζόμαστε πέντε ή έξι χρόνια. Θα κάναμε πολύ καλύτερα τη δουλειά μας αν γνωρίζαμε εκ προοιμίου σχετικά”.

– Πόσο βαρύ είναι το όνομα Μερκούρη;

“Όταν αναλαμβάνεις να συνεχίσεις μια παράδοση το όποιο όνομα είναι βαρύ. Από τη μια μεριά βέβαια έχεις μιαν αφετηρία, από την άλλη είναι εξαιρετικά δεσμευτικό”.

– Είναι κατανοητοί οι λόγοι για τους οποίους οδηγηθήκατε στο κρασί, από την άλλη εγώ πιστεύω στις βαθύτερες αιτίες, δηλαδή πρέπει να το έχεις μέσα σου για να το κάνεις.

“Για ότι με αφορά προσωπικά λατρεύω τη γη. Μπορεί να το κληρονόμησα γονιδιακά από τον πατέρα μου. Πριν μπω στο Πολυτεχνείο είχα μπει στην Ανωτάτη Γεωπονική αλλά τότε το Πολυτεχνείο ήταν πολύ υψηλά κι έτσι την άφησα. Βλέπετε αυτό που κάνω τώρα μπορεί να φαίνεται ρομαντικό αλλά παράλληλα είναι κουραστικό έχει ρίσκο και γενικώς δεν είναι καθόλου του σαλονιού”.

“Κάποιοι φίλοι θα απαντούσαν θετικά. Δεν είναι επιθετικό. Ήρεμη δύναμη θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε”.

– Για πόσες ετικέτες μιλάμε;

“Υπάρχουν δέκα αυτή τη στιγμή. Τρεις κόκκινες ξηρές, μία ροζέ, τέσσερις λευκές και δύο γλυκές. Η μια πό τις δύο τελευταίες γίνεται από λιαστή Μαυροδάφνη και κορινθιακή σταφίδα και η δεύτερη πάλι από λιαστή αρωματική Μαλβαζία”.

– Πως λιάζετε τα σταφύλια;

“Τα τοποθετούμε σε ξύλινες κλίνες στον ήλιο σε αντίθεση με τη Σιάτιστα που τα βάζουν στη σκιά. Για ότι αφορά την υψηλή συγκέντρωση ζαχάρων το λιάσιμο είναι ο κλασικός ελληνικός τρόπος. Έχουμε ήλιο να φάνε κι οι κότες”.

– Τα όνειρά σας για το κρασί που σας πάνε;

“Κατ’ αρχήν δεν είμαι πια τριάντα χρόνων…”

– Έχετε όμως ακόμα όνειρα;

“Πάντα, γιατί όταν πάψουν αυτά τελειώνει κι ο άνθρωπος. Άρα όσο υπάρχω θα εξακολουθήσω να κάνω πράγματα. Το σημαντικότερο είναι να σταθεροποιηθεί η υπάρχουσα κατάσταση. Δεν υπήρξαμε ποτέ κεφαλαιούχοι, άρα ποτέ δεν είχαμε μεγάλη άνεση. Γίνονταν όλα πάντα βήμα το βήμα, γιατί πάντα υπήρχε σχετική στενότητα. Έτσι χρειάζεται να φτάσουμε σ’ ένα επίπεδο ώστε να μην χρειάζεται κάθε μήνα ή κάθε δέκα πέντε μέρες να τρέχουμε για να καλύψουμε τις υποχρεώσεις μας. Ξεκινήσαμε λοιπόν από το παραγωγικό μέρος για να μπορέσει αυτό να στηρίξει τα υπόλοιπα, μια επιλογή που νομίζω πως ήταν η σωστή. Μπορεί να έχουμε πολλά πράγματα να κάνουμε μπροστά μας αλλά κάθε χρόνο κάτι γίνεται. Άλλωστε και μόνο τα χορτάρια να κυνηγάς σημαίνει κόστος. Πρόθεσή μας είναι να ανεβάσουμε την παραγωγή στις 200.000 μπουκάλια, από τα 150.000 σημερινά κι αυτό τον στόχο υπηρέτησε και η ενοικίαση των κτημάτων Σημίτη, περί τα 70 στρέμματα για να είμαστε αυτόνομοι ως προς την πρώτη ύλη”.

– Το γεγονός ότι το κτήμα είναι το δεύτερο παλαιότερο στην Ελλάδα δίνει ένα προβάδισμα;

“Δίνει αίσθημα ευθύνης, περισσότερο. Κάτι θετικό και μετουσιώνεται σε υπευθυνότητα. Υποχρεώνεσαι να αναζητάς το καλύτερο και στο να μην φείδεσαι κόπων και εξόδων για να το πετύχεις”.

INFO:

Κτήμα Μερκούρη: 26210 41601

Μέσω
Φωτογραφίες, Κείμενο: Χρήστος Σιάφκος

Xρήστος Σιάφκος

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953 και σπούδασε δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμο στη Σικελία της Ιταλίας. Έχει εργαστεί αρχικά ως ρεπόρτερ και στη συνέχεια ως υπεύθυνος τμημάτων και αρχισυντάκτης σε εφημερίδες και περιοδικά, σχεδόν πάντα στο χώρο του πολιτιστικού ρεπορτάζ, με πιο πρόσφατο σταθμό την «Ελευθεροτυπία». Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1999 με το μυθιστόρημα " Ένας χωρισμός" . Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα "Υγρός Αύγουστος" και "Γλυκιά ζωή" . Συμμετείχε στις συλλογές διηγημάτων "Viverepericolosamente", "Chercherla… France", "Το λιμάνι της ζωής μου", "Σου γράφω ένα γράμμα" και "Ιστορίες στον αφρό". Έγραψε τη βιογραφία του Τάσου Ζωγράφου με τίτλο "Σκηνικό ζωής" αλλά και αυτή του Μιχάλη Κακογιάννη με τίτλο "Σε πρώτο πλάνο". Το 2011 έγραψε το "Νεόπτωχος ζητεί λύσεις επειγόντως". Το 2014 κυκλοφόρησε το τελευταίο του βιβλίο "Τέλος; Εποχής" από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος. Έχει μεταφράσει μυθιστορήματα, δοκίμια και ποίηση από τα ιταλικά.

Σχετικά Άρθρα

Δείτε Επίσης
Close
Back to top button