…Κάτι σύννεφα μια μέρα…
-Άκου Λευτεράκι, να “δεις” μια παρένθεση. Σήμερα, σκέφτομαι να κυνηγήσουμε …σύννεφα!!!
-…………………….
-Έλα τι έπαθες;;; Δεν σου άρεσε η ιδέα;
-Όταν λες να κυνηγήσουμε σύννεφα, τι ακριβώς εννοείς θείο;
Είναι κάτι επιφάνειες Λευτεράκι, υγρές, λευκές λείες. Μοιάζουν με χαμόγελα της μιας διαδρομής. Δεν αφήνουν ίχνη στις ιστορίες, δεν έχουν οσμή και η υπόσταση τους είναι εφήμερη. Μα χωρίς αυτά, αν υπήρχε ζωή θα ήταν αλλιώς.
Ο φίλος μου ο Άρης μου χάρισε το βιβλίο “ΟΔΗΓΟΣ του ανέμελου παρατηρητή των ΝΕΦΩΝ”του Βρετανού GAVIN PRETOR PINNEY, με την αφιέρωση “πάντα ανέμελος παλιοτσακίρη… α.χ. 6/3/10″
Η ευχή δεν ευοδώθηκε ακόμα, μα το βιβλίο …έπιασε τόπο.
Ο Pinney, ιδρυτής της Cloud Appreciation Society, ζει μεταξύ Λονδίνου και Σόμερσετ, παρατηρώντας τα …σύννεφα!!!
Η εταιρία που ίδρυσε, έχει και μανιφέστο,”ΤΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΘΑΥΜΑΣΜΟΥ ΤΩΝ ΝΕΦΩΝ” κι όπως οφείλει κάθε σοβαρή εταιρεία που σέβεται την ύπαρξη της έχει και μότο:
“Κοιτάξτε ψηλά, θαυμάστε την εφήμερη ομορφιά και ζήστε στα σύννεφα”.
Με αφορμή λοιπόν Λευτεράκι, το βιβλίο που μου χάρισε ο φίλος μου, άρχισα κι εγώ να συννεφοανταριάζομαι, να παρατηρώ τα σύννεφα, αυτές τις μπαμπακόμαζες και να θαυμάζω τα Μελανοστρώματα, τους Σωρείτες, τους Θυσάνους, της Θύρες από ατμό και το Πρωινό Μεγαλείο… Και δεν σου κρύβω πως δηλώνω τουλάχιστον εντυπωσιασμένος.
Τα σύννεφα, μοιάζουν να βολτάρουν επιτυχώς στην απεραντοσύνη των ουρανών και όχι να στέκονται σαν τα δένδρα στα γκρέμνια. Δεν έχουν πιάσιμο, δεν έχουν ρίζωμα. Αρμόζει μια κάποια ευγένεια σε τέτοιους φιλόξενους ουρανούς. Τα σύννεφα, μια ανάσα καλοντυμένη που πηγαινοέρχεται μέχρι να εξαντληθεί ή να εξαϋλωθεί κιι είναι φορές που θες να τρέξεις μαζί τους, να παίξεις να τα αγγίξεις. Να ανεβαίνεις ψηλότερα στο κυνήγι, να τα φτάνεις, να τα ξεπερνάς, να τους χαμογελάς, να τους δίνεις ονόματα και ραντεβού στην επόμενη πλαγιά.
Μετράς τα χνάρια τους, κάνεις υπολογισμούς, μα σύννεφα είναι δεν βάζουν ιντερέσο. Δεν πιάνονται φίλοι. Ίσα να βραχείς για το παιχνίδι.
Μα κι από χαμηλά σαν τα κοιτάς, εκείνα ταπεινά παραμένουν και γίνονται ακόμα πιο ζηλευτά , πιο πολύτιμα. Ξέρεις πως με το “κλάμα” τους βλαστένουν τους τόπους που περνούν. Ακόμα και εκεί που ο άνθρωπος ορίζει την σπατάλη του χρόνου, εκεί που πετάει, μέσα στο αεροπλάνο λέω Λευτεράκι, ακόμα και εκεί τα σύννεφα δέος προκαλούν. Στέκεις στο κάθισμα, ανήμπορος μα μαγεμένος και περιμένεις πότε εκείνα θα σου επιτρέψουν να δεις από ψηλά της πληγές της γης.
Δεν μπαίνουν σε σειρά, δεν χωράνε σε καλούπια, μόνο στις παιδικές ζωγραφιές έχουν γύρω γύρω.
Ανυπόταχτα, σχεδόν ελεύθερα για όσο…
Εκείνο το απόγευμα κάπου στο νότιο Πήλιο, σιχτίριζε η Κυριακή την συννεφιά που ταλαιπωρούσε την ίδια και την μπουγάδα της.
Ώσπου έγινε ζωγραφιά ο ουρανός και άνοιξε πορτοπαράθυρα τρύπες, με χρώματα. Τα σύννεφα.
Χανόταν ο ηλιάτορας στο μεταξύ και παιχνίδιζε και έχασκε και “ξεραινόταν” στα γέλια με την ανυπομονησία των ανθρώπων.
Έστεκε βουβή η Κυριακή, να κοιτάζει τα αιωρούμενα στο μπλε και να θαυμάζει το μεγαλείο τους και δεν θύμωσαν τα σύννεφα και δεν έγιναν βροχή. Όχι εκείνη την φορά.
Τα κοιτάζεις και εσύ τόση ώρα, προσπαθείς να τα ζυγιάσεις. Μάταια. Δεν υπάρχει ανάμεσα τους εκείνη η μοναξιά που ορίζει το εγώ. Είναι ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ!
Είναι αλλιώς φτιαγμένα, μπορούν στο λεπτό βροχή να γίνουν, χαλάζι, χιόνι, μα και σαν ασπράδι στέκονται με κρόκο έναν ήλιο που και που. Μαρέγκα γλυκύτατη, σαν τραγούδι αφημένο στο χάδι…
“κοίταξε ψηλά, θαυμάστε την εφήμερη ομορφιά και ζήστε στα σύννεφα”.