Κάτω από την Ακρόπολη: Μια άλλη ιστορία
Ξέρανε οι παλιοί Αθηναίοι, Αθηναίες, από Περικλή και πίσω χρόνια -π.Χ. εποχές- τι κάνανε. Διάλεξαν τα καλύτερα μέρη για να στήσουν την Ακρόπολη, για να στέκονται μετά από κάτω, να τη θαυμάζουν, απολαμβάνοντας τη βόλτα τους σ’ ένα όμορφο μέρος, με καταπληκτική θέα, κλίμα, Αττικό ουρανό -το νέφος δεν υπήρχε τότε- χτίζοντας παράλληλα τα σπίτια με τα ιερά τους, σε μια ανθρώπινη δόμηση.
Όχι σαν τα σημερινά της αντιπαροχής, με τους στενούς δρόμους, τους ελάχιστους χώρους πράσινου, τα αδιέξοδα -κάθε μορφής- τον ανύπαρκτο ορίζοντα…
Μια επίσκεψη -καθημερινή- σε αυτά τα μέρη, μπορεί να γίνει για πολλούς προγραμματισμένους λόγους ή χωρίς πρόγραμμα. Έτσι ξεκίνησα κι εγω, χωρίς να έχω βάλει στόχο μου να ανέβω στην Ακρόπολη -αυτό θα ήθελε πολύ συζήτηση με τον εαυτό μου για να το συμφωνήσω, παρότι το λατρεύω το μέρος, η ανηφόρα με πάει πίσω…- να δω στο μουσείο της τα αρχαια, ή έστω να επισκεφθώ κάποιο φορέα πολιτισμού.
Είπα θα πάω να δω τι γίνεται γύρω από την Ακρόπολη αυτές τις μέρες. Το μετρό, το γρηγορότερο, δροσερό, μέσο για να φτάσεις γρήγορα, από κάθε πλευρά της Αθήνας, της Αττικής σωστότερα.
Η ζέστη, αν και πρωί ακόμα, έντονη, αγκαλιάζει τις πλάκες, τις λαμαρίνες. Ο ήλιος, από ψηλά καμαρώνει τη νίκη του και δίκαια. Ευτυχώς, κάπως μετριάστηκε η κατάσταση με αεράκι, που γύριζε αναστατώνοντας τη σειρά των πραγμάτων, με το δικό του ξεχωριστό τρόπο.
Οι καφετέριες γεμάτες, ένας καφές με την παρέα ή για δουλειά, η καλύτερη επιλογή. Τράβηξα, σιγά-σιγά, προς Αεροπαγίτου. Τουρίστες παντού. Οι πωλητές, με σπαστά ή καλά αγγλικά, προσπαθούσαν να δείξουν τις προσφορές τους. Ένα αδέσποτο, ξαπλωμένο, χάζευε την κατάσταση και προσπαθούσε να τραβήξει την όποια δροσιά απ’ το μάρμαρο της εισόδου.
Στα στενά, το θέατρο Κάρολου Κουν, μικρά ξενοδοχεία, εκκλησίες, κτίρια οργανισμών και νομικών προσώπων με διεθνή ρόλο, έργο.
Μια εκκλησία, καμάρωνε φρεσκαρισμένη, μαζί με τα αρχαία, συμβιβασμένη απόλυτα, Αθηναίων έργα άλλωστε… Ταβέρνες, σουβενίρ, καφέ, σερβιτόροι, πωλητές, ξεναγοί, όλοι μαζί κι όλοι χώρια, στη διαχείριση τουριστών, γλωσσών, ιστοριών. Ερωτευμένα ζευγαράκια, καθισμένα στις σκάλες, αφοσιωμένα στα μάτια τους, αλλάζαν γλυκόλογα.
Αφού το χάρηκα για λίγο, αυτό το ξεχωριστό περιβάλλον, τράβηξα προς τα πάνω, να δω τι γίνεται με αυτούς που πάνε προς Ακρόπολη κι αυτούς προς το μουσείο της. Οι θαραλλέοι -ήταν αρκετοί παρά τη ζέστη- περίμεναν υπομονετικά να κόψουν εισητήριο, για να ανέβουν εκεί που εδώ και χιλιάδες χρόνια πέρασαν τόσο σημαντικά πρόσωπα. Οι άλλοι -οι περισσότεροι- προτίμησαν το μουσείο, τη δροσιά, την εσωτερική ξενάγηση. Και στις δύο περιπτώσεις, η Ελλάδα κερδισμένη. Από τις γλώσσες που άκουγα, οι Έλληνες κι Ελληνίδες εξαφανισμένοι, εκτός αν δείχνανε την ευχέρεια, την άνεσή τους, στις ξένες γλώσσες εκεί πέρα και ξεγελάστηκα στα συμπεράσματά μου…
Κάθισα σε ένα καφέ, απόλαυσα μια γρανίτα από πεπόνι, χάζεψα τους περαστικούς και μετά πίσω στην έδρα μου με το μετρό. Θα ξανά ρθω πάλι, σύντομα, ακόμα κι αν κάνω τα ίδια πράγματα. Πιστέψτε με αξίζει ακόμα κι ένας καφές εκεί. Είτε βαριέστε, είτε όχι στη μέρα σας, θα αποζημιωθείτε ευχάριστα. Μπορεί να βρείτε και φίλους σας, για τους ξένους το λέω -καλά μη χτυπάτε- φτάνει…